- ᾔεις
- εἶμιiboimperf ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
θαρσήεις — θαρσήεις, εσσα, εν (Α) θαρραλέος, ανδρείος, γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + κατάλ. ήεις (πρβλ. διν ήεις, εχιδν ήεις, λαχν ήεις)] … Dictionary of Greek
θουρήεις — θουρήεις, εσσα, εν (Α) βλ. θουραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θούρος + επίθημα –ήεις (πρβλ. βομβ ήεις, ολβ ήεις, φθογγ ήεις] … Dictionary of Greek
εχιδνήεις — ἐχιδνήεις, εσσα, εν (Α) [έχιδνα] 1. εχιδναίος, όμοιος με έχιδνα «ἐχιδνήεσσαν μορφήν», Νικ.) 2. συρόμενος από έχιδνες («δίφρος ἐχιδνήεις», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + κατάλ. ηεις, (πρβλ. αυγ ήεις, φθογγ ήεις)] … Dictionary of Greek
θυήεις — θυήεις, εσσα, εν (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού ουσ. βωμός) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή από καπνό θυμιάματος ή θυσίας (βωμός τε θυήεις», Ομ. Ιλ.) 2. ευώδης («θυήεντα σπάργανα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + κατάλ. ήεις (πρβλ. αιγλ ήεις, πετρ ήεις)] … Dictionary of Greek
θυελλήεις — θυελλήεις, εσσα, εν (Α) [θύελλα] όμοιος με θύελλα, θυελλώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + κατάλ. –ήεις (πρβλ. αυγ ήεις, χαλαζ ήεις)] … Dictionary of Greek
κεντρήεις — κεντρήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει κεντρί, κεντρωτός, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. ήεις, (πρβλ. δενδρ ήεις, ελκ ήεις)] … Dictionary of Greek
κισσήεις — κισσήεις, εσσα, ῆεν (AM) κίσσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα ήεις (πρβλ. ανθ ήεις, δενδρ ήεις)] … Dictionary of Greek
κομήεις — κομήεις, εσσα, εν (Α) πολύφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη με σημ. «φύλλωμα δένδρου» + επίθημα ήεις (πρβλ. ανθ ήεις, κολλ ήεις)] … Dictionary of Greek
κορσήεις — κορσήεις, εσσα, εν (Α) βλ. κορσοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση + κατάλ. ήεις (πρβλ. ολβ ήεις, χαλαζ ήεις)] … Dictionary of Greek